- βανιλλίνη
- η ванилин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πιπερονάλη — η, Ν χημ. δικυκλική οργανική ένωση, αλδεΰδη, ανάλογη προς τη βανιλλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. piperonal < piperine (βλ. πιπερίνη) + κατάλ. one τής χημικής ορολογίας + κατάλ. al] … Dictionary of Greek